τσιτσίδι

τσιτσίδι
Ν
επίρρ.
1. χωρίς κανένα ρούχο, εντελώς γυμνός
2. ως επίθ. τσίτσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιτσί + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. μουσκ-ίδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιτσίδι — επιρ. τροπ., χωρίς κανένα ρούχο: Έγδυσε το παιδί τσιτσίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίτσιδος — η, ο, Ν [τσιτσίδι] ολόγυμνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”