Dictionary of Greek. 2013.
τσιτσίδι — επιρ. τροπ., χωρίς κανένα ρούχο: Έγδυσε το παιδί τσιτσίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίτσιδος — η, ο, Ν [τσιτσίδι] ολόγυμνος … Dictionary of Greek